22.4.11

Η αγωνία του αμνοεριφίου πριν από το Πάσχα


Μισώ τη θέση του τερματοφύλακα από την εποχή που έπαιζα μπάλα στο δημοτικό. Για την ακρίβεια, όλα τα αγόρια τη μισούσαμε. Όλα, εκτός από ένα. Μόνον ένας συμμαθητής μας ήθελε να παίζει τέρμα. Και ήταν καλός, χταπόδι. Άπλωνε τα χέρια του κι έπιανε τα άπιαστα. Το κακό σ' έναν ποδοσφαιρικό αγώνα είναι ότι για να διεξαχθεί χρειάζονται δύο ομάδες και, κατά συνέπεια, δύο τερματοφύλακες. Στη μία ομάδα έπαιζε πάντα το χταπόδι. Όταν τύχαινε και ήμουν σ' αυτήν, ήμουν ευτυχισμένος. Δεν χρειαζόταν να καθίσω καθόλου στο τέρμα (το οποίο ήταν τα δύο δέντρα της αυλής ή οι στοίβες με τα μπουφάν) και είχα την ευκαιρία να ξεδιπλώσω τις επιθετικές αρετές που έκρυβα (βαθιά) μέσα μου, να σκοράρω και να κερδίσω το βλέμμα από τις συμμαθήτριες που παρακολουθούσαν από μακριά και χασκογελούσαν...

Όταν η μαύρη μοίρα με έστελνε στην άλλη ομάδα, άρχιζε το δράμα. Όλοι δίναμε τον καλύτερό μας εαυτό στην επίθεση (στο δημοτικό υπήρχαν μόνο τερματοφύλακες και επιθετικοί), μα τρώγαμε τα πιο απίθανα γκολ, όταν ερχόταν η σειρά μας να καθίσουμε στο τέρμα. Πιάναμε, για το ξεκάρφωμα, ένα-δύο σουτ και τρώγαμε το τρίτο. Μετά, ξεδιπλώναμε το υποκριτικό μας ταλέντο. Η αυλή του σχολείου μετατρεπόταν σε Επίδαυρο. Με το ύφος που είχε ο Αγαμέμνων όταν έπρεπε να θυσιάσει την Ιφιγένεια, γυρνούσαμε και λέγαμε στους συμπαίκτες μας: “Τι να πω, ρε παιδιά... Έκανα τα πάντα για να αποκρούσω, αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου”. Ίσως να δάκρυσα και μια φορά. Όλοι κάναμε σαν να συμπάσχουμε με τον τερματοφύλακα. Από μέσα μας, όμως, βρίζαμε και λέγαμε: “Βρε, δεν θα έρθει κι η σειρά μου; Θα σας δείξω εγώ”. Τα γκολ, κυριολεκτικά, “μαζί τα φάγαμε”.

Και μπορεί να κάναμε τα πάντα για να φύγουμε από το τέρμα, υπήρχε όμως και μία περίπτωση για την οποία θα ματώναμε για να μη δεχτούμε γκολ: το πέναλτι. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, κάθε φορά που η μπάλα στηνόταν στην άσπρη βούλα (που λέει ο λόγος), σταματούσαν διά μαγείας όλες οι δραστηριότητες στην αυλή. Αγόρια και κορίτσια πλησίαζαν, για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Και μαζί τους η Μαριάννα, η Χρύσα, η Ιωάννα, η Κατερίνα... Τα ομορφότερα κορίτσια του σχολείου. Είχες την ευκαιρία να αποδείξεις τον ανδρισμό σου. Βάδιζες αργά προς το μέσο της εστίας κι έπαιρνες τη στάση του σερίφη πριν από τη μονομαχία στο Ελ Πάσο. Τα πόδια ανοιχτά και λυγισμένα, τα χέρια δίπλα από τα πιστόλια και τα μάτια σου καρφωμένα στα μάτια του ντεσπεράντο. Η τεστοστερόνη (όση είχαμε) έρεε γοργά στις φλέβες, η καρδιά κόντευε να σπάσει και τα πάντα έμοιαζαν να κινούνται σε slow motion. Μια καλή απόκρουση και γινόσουν ήρωας. Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι...

Στο σημείο αυτό είναι η καλύτερη στιγμή για να χρησιμοποιήσω την κινεζική παροιμία: “μία εικόνα, χίλιες λέξεις”. Χρειάστηκα περίπου 600 λέξεις (τετρακόσιες λιγότερες απ' αυτές που χρειάζεται να χρησιμοποιήσει ένας Κινέζος), για να εκφράσω την αγωνία του τερματοφύλακα. Ο Βασίλης Γκογκτζιλάς χρειάστηκε μόλις μία εικόνα, για να δείξει με χιουμοριστικό τρόπο την αγωνία του αμνοεριφίου (και τη μαγκιά του χασάπη) πριν από το Πάσχα. Τη σχεδίασε (μεταξύ άλλων) το 2004, για να “ντύσει” ένα πασχαλινό θέμα μου για τις “Επιλογές”. Δεν θυμάμαι τι έγραψα. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε... Ξέρω όμως ότι, λίγο πολύ, όλοι βρεθήκαμε αισθηματικά, οικονομικά, εργασιακά (προσθέστε ό,τι άλλο θέλετε) στη θέση του αμνοεριφίου. Ας είναι το φετινό Πάσχα η αρχή για την ανάσταση που έχει καθένας στο μυαλό του. Τις βαθύτερες ευχές μου για εσάς και τις οικογένειές σας...

...και για να μη μείνετε με την απορία: το πέναλτι το έπιασα. Χρειάστηκε να γίνω κάτι σαν τον άνθρωπο-λάστιχο. Από τη μια γωνιά της εστίας βρέθηκα στην άλλη. Μάτωσα χέρια-πόδια, έσκισα τη φόρμα κι από το πέσιμο πονούσαν επί μία εβδομάδα τα πλευρά μου. Τα πόδια μου έτρεμαν από τον φόβο, νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Η μπάλα όμως δεν κατέληξε στο τέρμα. Όλα τα παιδιά έπεσαν πάνω μου για να με συγχαρούν. Με την άκρη του ματιού μου είδα τα κορίτσια στη γωνιά να χειροκροτούν. Σηκώθηκα και, με το πιο αγέρωχο ύφος που έχει αντικρίσει ποτέ η ανθρωπότητα, γύρισα προς αυτά κι έκανα μια κίνηση που σημαίνει “εντάξει, δεν ήταν και τίποτα δύσκολο”. Είχα γίνει ο ήρωας της ημέρας.

Μετά από δύο φάσεις δέχτηκα το γκολ της μεγάλης απόδρασης από το τέρμα. Γνώριζα ότι δεν με παρακολουθούσε κανείς. Είπαμε: ήρωας-ήρωας, αλλά δεν θα μείνουμε και για πάντα στο τέρμα... Και να' σου πάλι η Επίδαυρος, να 'σου κι ο Αγαμέμνων...