13.2.12

Η ορατή απειλή

Τουρίστας στον πλανήτη Τατουίν
 Δεν ξέρω ποια δύναμη (σίγουρα όχι αυτή στην οποία πηγαίνει το μυαλό σας) με ώθησε να δω για δεύτερη φορά την ταινία “Star Wars – Η αόρατη απειλή”. Την πρώτη φορά, η απειλή ήταν πράγματι αόρατη. Είχαμε άγνοια κινδύνου. Όλοι οι φίλοι της αυθεντικής τριλογίας ελπίζαμε να δούμε κάτι ανάλογο με εκείνη. “Δεν μπορεί” λέγαμε… “Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια προετοίμαζε την ταινία ο Λούκας, αριστούργημα θα είναι…”. Μόνο που αντί για αριστούργημα είδαμε μια άνευρη παιδική ταινία που σκοπό είχε να προσελκύσει στο franchise νέους θεατές και όχι να ικανοποιήσει αυτούς που είχαν τιμήσει με την παρουσία και τις δραχμούλες τους τις πρώτες ταινίες. Η “Αόρατη απειλή” αδικούσε τον εαυτό της. Θα μπορούσε να κάνει τους οπαδούς της σειράς να τρεμοπαίζουν τα φωτόσπαθά τους από ικανοποίηση. Το μόνο που κατάφερε, είναι να βάλει στο στόμα τους την λέξη “αρπαχτή”. Για το Θεό, Βίρνα, (όπως θα έλεγε και ο Γιάγκος Δράκος), ούτε τον εξαιρετικό χαρακτήρα του Νταρθ Μόουλ δεν μπόρεσε να αναπτύξει…

Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Γιατί λοιπόν πήγα να δω για δεύτερη φορά την “Απειλή” που ήταν πια ορατή; Ίσως γιατί ευελπιστούσα ότι η μετατροπή της ταινίας σε τρεις διαστάσεις, θα μπορούσε να την απογειώσει. Το μόνο που απογειώθηκε ήταν μερικές δεκάδες διαστημόπλοια και μια χούφτα pod racers. Τίποτα άλλο. Α! Και η τιμή στο εισιτήριο που ήταν δώδεκα ευρώ. Η μετατροπή της ταινίας ήταν κάκιστη, το 3d μπορούσες μόνο να το φανταστείς και το σενάριο ήταν ακόμη πιο άθλιο απ’ ότι το θυμόμουν. Παρότι ο χρόνος είχε επουλώσει τις πληγές μου, πήγα και τις ξαναέξυσα. Κακό του κεφαλιού μου.

Υ.Γ. Πιτσιρικάς, ήθελα να γίνω Τζεντάι. Να έχω το φωτόσπαθό μου και να πολεμάω τους κακούς. Από την στιγμή που η “Αόρατη απειλή” μάς έκανε γνωστό ότι όλοι οι Τζεντάι είχαν στα κύτταρά τους αυξημένο αριθμό μεσοχλωριδίων -κάτι μικροοργανισμούς που συμβιώνουν με τον άνθρωπο και του επιτρέπουν να επικοινωνεί με τη “Δύναμη”- δεν το θέλω. Θα αρκεστώ στα τριγλυκερίδιά μου. Συμβιώνουμε χρόνια…