28.4.11

It's a book affair

Διαβάζω τρία-τέσσερα βιβλία τη χρονιά και στεναχωριέμαι που δεν έχω χρόνο για περισσότερα. Το ένα -παραδοσιακά- θα το “ξεπετάξω” την εβδομάδα των διακοπών. Θεωρώ πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να την αράξεις σε μια ξαπλώστρα -μετά το μπάνιο- και να “ταξιδέψεις” στις σελίδες ενός βιβλίου (αρκεί, φυσικά, να μην υπάρχουν κοντά σου παιδάκια που τσιρίζουν και λαδωμένοι μποντιμπιλντεράδες που παίζουν ρακέτες). Και αργά το απόγευμα, χορτάτος πνευματικά, να πάρεις τον δρόμο για το γειτονικό ταβερνάκι, ώστε να χορτάσεις και την πείνα σου. Το καλοκαιρινό βιβλίο έχει την προσοχή που του αξίζει. Τα υπόλοιπα βιβλία τα λιβανίζω καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Λίγες σελίδες το ένα βράδυ, λίγες σελίδες το επόμενο...

Πριν από μερικές ημέρες, αποφάσισα να βάλω σε τάξη το αρχείο μου. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι τα δημοσιευμένα κείμενά μου έχουν τον όγκο που καταλαμβάνουν τέσσερις-πέντε τόμοι μιας εγκυκλοπαίδειας. Δέκα σελίδες την εβδομάδα επί πενήντα δύο εβδομάδες τον χρόνο επί δέκα χρόνια. Σύνολο: πέντε χιλιάδες διακόσιες σελίδες. Κι όμως, όσο εύκολο θεωρώ πλέον (δεν ήταν πάντα) το να γράψω ένα κείμενο για ένα έντυπο τόσο δύσκολη πιστεύω ότι είναι η συγγραφή ενός βιβλίου. Και το διαπίστωσα οικτρά στην πράξη. Επί χρόνια προσπαθώ να ολοκληρώσω το βιβλίο μου (έχω γράψει γι’ αυτό σε παλαιότερη ανάρτηση), αλλά χωρίς επιτυχία. Μέχρι να το δω στις προθήκες των βιβλιοπωλείων θα περάσουν πολλά χρόνια (κι αυτή είναι η αισιόδοξη πρόβλεψη). Ευτυχώς, το project “παραμύθι” προχωρά με γοργούς ρυθμούς...

Στο “live!” της Κυριακής (που θα κυκλοφορήσει εκτάκτως το Σάββατο) ετοιμάσαμε αφιέρωμα για την 8η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (από τις 5 έως τις 8 Μαΐου), ώστε να ξέρετε πού να πάτε και τι να δείτε.

22.4.11

Η αγωνία του αμνοεριφίου πριν από το Πάσχα


Μισώ τη θέση του τερματοφύλακα από την εποχή που έπαιζα μπάλα στο δημοτικό. Για την ακρίβεια, όλα τα αγόρια τη μισούσαμε. Όλα, εκτός από ένα. Μόνον ένας συμμαθητής μας ήθελε να παίζει τέρμα. Και ήταν καλός, χταπόδι. Άπλωνε τα χέρια του κι έπιανε τα άπιαστα. Το κακό σ' έναν ποδοσφαιρικό αγώνα είναι ότι για να διεξαχθεί χρειάζονται δύο ομάδες και, κατά συνέπεια, δύο τερματοφύλακες. Στη μία ομάδα έπαιζε πάντα το χταπόδι. Όταν τύχαινε και ήμουν σ' αυτήν, ήμουν ευτυχισμένος. Δεν χρειαζόταν να καθίσω καθόλου στο τέρμα (το οποίο ήταν τα δύο δέντρα της αυλής ή οι στοίβες με τα μπουφάν) και είχα την ευκαιρία να ξεδιπλώσω τις επιθετικές αρετές που έκρυβα (βαθιά) μέσα μου, να σκοράρω και να κερδίσω το βλέμμα από τις συμμαθήτριες που παρακολουθούσαν από μακριά και χασκογελούσαν...

Όταν η μαύρη μοίρα με έστελνε στην άλλη ομάδα, άρχιζε το δράμα. Όλοι δίναμε τον καλύτερό μας εαυτό στην επίθεση (στο δημοτικό υπήρχαν μόνο τερματοφύλακες και επιθετικοί), μα τρώγαμε τα πιο απίθανα γκολ, όταν ερχόταν η σειρά μας να καθίσουμε στο τέρμα. Πιάναμε, για το ξεκάρφωμα, ένα-δύο σουτ και τρώγαμε το τρίτο. Μετά, ξεδιπλώναμε το υποκριτικό μας ταλέντο. Η αυλή του σχολείου μετατρεπόταν σε Επίδαυρο. Με το ύφος που είχε ο Αγαμέμνων όταν έπρεπε να θυσιάσει την Ιφιγένεια, γυρνούσαμε και λέγαμε στους συμπαίκτες μας: “Τι να πω, ρε παιδιά... Έκανα τα πάντα για να αποκρούσω, αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου”. Ίσως να δάκρυσα και μια φορά. Όλοι κάναμε σαν να συμπάσχουμε με τον τερματοφύλακα. Από μέσα μας, όμως, βρίζαμε και λέγαμε: “Βρε, δεν θα έρθει κι η σειρά μου; Θα σας δείξω εγώ”. Τα γκολ, κυριολεκτικά, “μαζί τα φάγαμε”.

Και μπορεί να κάναμε τα πάντα για να φύγουμε από το τέρμα, υπήρχε όμως και μία περίπτωση για την οποία θα ματώναμε για να μη δεχτούμε γκολ: το πέναλτι. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, κάθε φορά που η μπάλα στηνόταν στην άσπρη βούλα (που λέει ο λόγος), σταματούσαν διά μαγείας όλες οι δραστηριότητες στην αυλή. Αγόρια και κορίτσια πλησίαζαν, για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Και μαζί τους η Μαριάννα, η Χρύσα, η Ιωάννα, η Κατερίνα... Τα ομορφότερα κορίτσια του σχολείου. Είχες την ευκαιρία να αποδείξεις τον ανδρισμό σου. Βάδιζες αργά προς το μέσο της εστίας κι έπαιρνες τη στάση του σερίφη πριν από τη μονομαχία στο Ελ Πάσο. Τα πόδια ανοιχτά και λυγισμένα, τα χέρια δίπλα από τα πιστόλια και τα μάτια σου καρφωμένα στα μάτια του ντεσπεράντο. Η τεστοστερόνη (όση είχαμε) έρεε γοργά στις φλέβες, η καρδιά κόντευε να σπάσει και τα πάντα έμοιαζαν να κινούνται σε slow motion. Μια καλή απόκρουση και γινόσουν ήρωας. Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι...

Στο σημείο αυτό είναι η καλύτερη στιγμή για να χρησιμοποιήσω την κινεζική παροιμία: “μία εικόνα, χίλιες λέξεις”. Χρειάστηκα περίπου 600 λέξεις (τετρακόσιες λιγότερες απ' αυτές που χρειάζεται να χρησιμοποιήσει ένας Κινέζος), για να εκφράσω την αγωνία του τερματοφύλακα. Ο Βασίλης Γκογκτζιλάς χρειάστηκε μόλις μία εικόνα, για να δείξει με χιουμοριστικό τρόπο την αγωνία του αμνοεριφίου (και τη μαγκιά του χασάπη) πριν από το Πάσχα. Τη σχεδίασε (μεταξύ άλλων) το 2004, για να “ντύσει” ένα πασχαλινό θέμα μου για τις “Επιλογές”. Δεν θυμάμαι τι έγραψα. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε... Ξέρω όμως ότι, λίγο πολύ, όλοι βρεθήκαμε αισθηματικά, οικονομικά, εργασιακά (προσθέστε ό,τι άλλο θέλετε) στη θέση του αμνοεριφίου. Ας είναι το φετινό Πάσχα η αρχή για την ανάσταση που έχει καθένας στο μυαλό του. Τις βαθύτερες ευχές μου για εσάς και τις οικογένειές σας...

...και για να μη μείνετε με την απορία: το πέναλτι το έπιασα. Χρειάστηκε να γίνω κάτι σαν τον άνθρωπο-λάστιχο. Από τη μια γωνιά της εστίας βρέθηκα στην άλλη. Μάτωσα χέρια-πόδια, έσκισα τη φόρμα κι από το πέσιμο πονούσαν επί μία εβδομάδα τα πλευρά μου. Τα πόδια μου έτρεμαν από τον φόβο, νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Η μπάλα όμως δεν κατέληξε στο τέρμα. Όλα τα παιδιά έπεσαν πάνω μου για να με συγχαρούν. Με την άκρη του ματιού μου είδα τα κορίτσια στη γωνιά να χειροκροτούν. Σηκώθηκα και, με το πιο αγέρωχο ύφος που έχει αντικρίσει ποτέ η ανθρωπότητα, γύρισα προς αυτά κι έκανα μια κίνηση που σημαίνει “εντάξει, δεν ήταν και τίποτα δύσκολο”. Είχα γίνει ο ήρωας της ημέρας.

Μετά από δύο φάσεις δέχτηκα το γκολ της μεγάλης απόδρασης από το τέρμα. Γνώριζα ότι δεν με παρακολουθούσε κανείς. Είπαμε: ήρωας-ήρωας, αλλά δεν θα μείνουμε και για πάντα στο τέρμα... Και να' σου πάλι η Επίδαυρος, να 'σου κι ο Αγαμέμνων...

21.4.11

Ζωή... ποδήλατο


Φυσιολογικά, την ημέρα που θα διαβάσετε το “live!” θα είναι Μεγάλο Σάββατο (θα εκπλαγώ αν βρείτε χρόνο πασχαλιάτικα να μας διαβάσετε), θα έχετε ολοκληρώσει τα ψώνια σας για την Κυριακή του Πάσχα και θα καταστρώνετε την επίθεση που θα κάνετε στα φαγώσιμα -από το πρώτο τσίπουρο και τους μεζέδες μέχρι τον μεγάλο “τελικό” με το αρνάκι και το κοκορέτσι…

Μοιράζομαι τη χαρά σας. Επειδή όμως από τη Δευτέρα του Πάσχα θα σας πιάσουν οι τύψεις ότι φάγατε πολύ, ότι πλησιάζει το καλοκαίρι και δεν θα έχετε τους πετρωμένους κοιλιακούς που πάντα ονειρευόσασταν και ότι για να μετρήσετε τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερίνη σας θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την ίδια μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιεί η NASA για τις αποστάσεις ανάμεσα στους πλανήτες, θα δώσετε μπροστά από τον καθρέφτη σας τον καθιερωμένο πασχαλιάτικο όρκο: “Ό,τι έφαγες, μάγκα μου (ή μαγκίτισσά μου), έφαγες. Από αύριο αρχίζεις αυστηρή δίαιτα και άθληση”.

Γνωρίζετε καλύτερα από μένα ότι οι όρκοι και οι αποφάσεις που έχουν να κάνουν με το φαγητό και την άθληση καταπατούνται ή αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού. Σαφώς και όλοι θέλουν σώμα μοντέλου: ποιος είναι όμως σε θέση να ακολουθήσει αυστηρή δίαιτα και να λιώσει στο γυμναστήριο; Δεν βλέπω χέρια… Οπότε, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να ακολουθήσετε μια μορφή άσκησης, όπως -καλή ώρα- η ποδηλασία. Δεν θα φτάσετε τα επίπεδα του Λανς Άρμστρονγκ (το υπογράφω) αλλά θα γουστάρετε την άνοιξη και τη φύση. Τι άλλο θέλετε;

Στο πασχαλινό “live!” σάς δίνουμε όλες τις πληροφορίες που θα σας στέψει νικητές στο “Tour de Salonique”.

20.4.11

The design issue

Ζω στη Θεσσαλονίκη μια ζωή. Γνωρίζω την πόλη απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη: τις φωτεινές και σκοτεινές γωνιές της, τις πολύβουες και τις ήσυχες, αυτές που είναι γνωστές στους τουρίστες, αλλά και εκείνες που δεν πρόκειται να τις ανακαλύψουν ποτέ, σε όποιον οδηγό κι αν ψάξουν. Την αγαπώ αυτήν την πόλη. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ έπαιξα, εδώ διάβασα, εδώ ερωτεύτηκα, εδώ εργάστηκα, εδώ απογοητεύτηκα -εδώ, εδώ, εδώ…

Κι όμως, υπάρχουν φορές που θα ήθελα να την αλλάξω. Να πάρω ένα μολύβι κι ένα μεγάλο χαρτί και να τη σχεδιάσω από την αρχή. Όχι ότι ο προηγούμενος που το δοκίμασε είχε καλύτερη τύχη από μένα... Όχι. Τα σχέδια του Ερνέστ Εμπράρ υλοποιήθηκαν μόνο κατά ένα μέρος. Το υπόλοιπο το έφαγαν τα συμφέροντα. Πώς θα ήταν η Θεσσαλονίκη σήμερα; Κανένας δεν το ξέρει. Ξέρουμε όμως πώς θα είναι η Θεσσαλονίκη τού αύριο (τόσο σε συλλογικό επίπεδο, όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με τον καθένα μας προσωπικά, στην καθημερινή μας ζωή), αν κάποιοι νέοι άνθρωποι με πρωτοποριακές ιδέες έχουν την ευκαιρία να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους. Στο πασχαλινό τεύχος των “Επιλογών” μοιράζονται τις ιδέες και τα όνειρά τους.

Υ.Γ.: Γνώρισα τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου πριν από πέντε-έξι χρόνια, για τις ανάγκες μιας συνέντευξης, καθώς είχε τιμηθεί με μια σημαντική πανευρωπαϊκή (αν θυμάμαι καλά) διάκριση, για την ποιότητα των κρασιών του. Ένα από τα σχέδια που μου αποκάλυψε ήταν ότι σκόπευε να δημιουργήσει ένα Μουσείο Οίνου, στο οποίο, μεταξύ άλλων, θα φιλοξενούσε κι έναν σημαντικό αριθμό από την εκπληκτική συλλογή ανοιχτηριών που είχε την καλοσύνη να μου παρουσιάσει. Από τότε τον επισκέφθηκα τουλάχιστον τρεις φορές για συνεντεύξεις κι έμαθα ότι το όνειρό του υλοποιούταν με γοργούς ρυθμούς. Παρότι πέρασαν δυόμισι χρόνια από τα εγκαίνια, δεν είχα την ευκαιρία να θαυμάσω ολοκληρωμένο το μουσείο. Δεσμεύομαι, όμως, να το κάνω -με την πρώτη ευκαιρία!

14.4.11

Προξένου Κορομηλά


Γνωρίζω ότι έχω αρκετές ημέρες να ενημερώσω το blog μου αλλά έχω καλή δικαιολογία: το τελευταίο διάστημα άρχισα να υλοποιώ ορισμένες ιδέες μου που ήταν ξεχασμένες επί χρόνια σε κάποια άκρη του μυαλού μου (από την οποία, προφανώς, δεν περνούσα και πολύ συχνά). Η πρώτη (και η μοναδική που μπορώ να ανακοινώσω) είναι το παραμύθι για το οποίο είχα γράψει παλαιότερα. Επειδή τα γραπτά μένουν -ακόμη κι όταν βρίσκονται σε κάποιον σέρβερ του blogspot στην Αλαμπάμα- μπορείτε να διαβάσετε την καταχώρηση εδώ. Το παραμύθι προχωρά με εντατικούς ρυθμούς και σε λίγες μέρες θα είμαι σε θέση να αποκαλύψω και, κυρίως, να δείξω περισσότερα. Υπομονή.

Για την ώρα αρκεστείτε στο αφιέρωμα που ετοιμάσαμε στο "live!" για έναν από τους πιο ιδιαίτερους (δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός) δρόμους της Θεσσαλονίκης, την Προξένου Κορομηλά. Νομίζετε ότι την γνωρίζετε; Η απάντηση στις σελίδες του τεύχους.

Υ.Γ. Eπιτέλους, δίνεται απάντηση στο ερώτημα: Ποιος ήταν ο πρόξενος Κορομηλάς; Όποιος το γνωρίζει, τού αξίζουν συγχαρητήρια.

6.4.11

The young and The(ss) restless

Το εξώφυλλο τού “live!” απεικονίζει τη Θεσσαλονίκη που όλοι οραματιζόμαστε. Μια Θεσσαλονίκη γεμάτη χρώματα κι αρώματα. Τα αρώματα δεν μπορείτε να τα μυρίσετε στο χαρτί (ή στην οθόνη του υπολογιστή). Να είστε σίγουροι, όμως, πως, όταν η πόλη αποκτήσει το χρώμα που της λείπει, θα έρθουν και οι μυρωδιές. Μόνο που το χρώμα δεν θα έρθει μόνο του ούτε θα το φέρουν τα “παλιά” μυαλά και οι συντηρητικές ιδέες. Δοκιμάστηκαν, αλλά δεν πέτυχαν. Το χρώμα θα έλθει από τους νέους -και, μαζί τους, οι νέες αντιλήψεις και οι νέες ελπίδες. Τη συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών φιλοδοξεί να υποδεχθεί το 2014 η Θεσσαλονίκη, φιλοξενώντας τον θεσμό τής “Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας Νεολαίας” για τη συγκεκριμένη χρονιά. Στο “live!” σάς βάζουμε στα παρασκήνια του αγώνα διεκδίκησης... Το 110ο τεύχος του “live!” θα κυκλοφορήσει -εκτάκτως- την Πέμπτη 7 Απριλίου.

4.4.11

Καλή σταδιοδρομία, Γωγώ...

Τον Φεβρουάριο του 2009, όταν ετοιμάζαμε το πρώτο τεύχος του “live!”, αναζητούσαμε νέους ανθρώπους που ζουν, εργάζονται ή σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη για να φωτογραφηθούν και να απαντήσουν σε μία κοινή ερώτηση που είχε να κάνει με την ζωή στην πόλη. Ζήτησα από την Γεωργία να μας τιμήσει. Το έκανε με χαρά. Έτσι, στο τεύχος που κυκλοφόρησε στις 22/02/99, κάτω από το όνομα και το επίθετό της, υπήρχε γραμμένη η ιδιότητα: φοιτήτρια στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό. Δεν θα γράψω τι απάντησε στο ερώτημα: Πού (και πότε) διασκεδάζετε στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνετε. Θα γράψω μόνο την πρόταση με την οποία τελείωνε η δήλωσή της: “Και μην πει κανείς τίποτα για το διάβασμα: το διασκεδάζω εξίσου με την νυχτερινή μου διασκέδαση”. Δύο χρόνια αργότερα (και 110 τεύχη μετά), η ιδιότητα της φοιτήτριας δεν την ακολουθεί. Η Γωγώ ορκίστηκε και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την επαγγελματική πραγματικότητα (εκτός κι αν κάνει μεταπτυχιακό). Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι: Καλή σταδιοδρομία, Γωγώ και ένα μεγάλο ευχαριστώ για την βοήθεια που μου παρείχες όλα αυτά τα χρόνια...

1.4.11

Πας μη Έλλην βάρβαρος;


Η φωτογραφία τραβήχτηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Τυνησία και αποδεικνύει περίτρανα ότι η παντοκρατορία των Ελλήνων (όπως θα έλεγε και ο Δημοσθένης Λιακόπουλος), πλησιάζει. Εκεί που διαφωνώ με τον φυσικό, μαθηματικό, τηλεοπτικό πωλητή βιβλίων (και ό,τι άλλο είναι ο άνθρωπος) είναι ότι η παντοκρατορία μας δεν θα έρθει από την γλώσσα, την ιστορία, την λεβεντιά ή την ομορφιά μας αλλά από τον καφέ. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, από τον φραπέ...

Στο σημείο αυτό, αρχίζω την επιστημονική τεκμηρίωση: Στη μέση της Σαχάρας, σε μια περιοχή όπου το μάτι σου βλέπει μόνο άμμο, άμμο και -σωστά μαντέψατε- άμμο, υπάρχει η όαση του As-Sabikah. Κάποτε, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι βεδουίνοι σε αυτήν, ήταν να "ποτίσουν" τις καμήλες τους, να γεμίσουν τα παγούρια τους με νερό, να αναπαυτούν και να κάνουν την ανάγκη τους αφού είναι γνωστό ότι στην υπόλοιπη έρημο δεν υπάρχουν φοινικόδεντρα για να κρυφτούν από αδιάκριτα βλέμματα. Με τα χρόνια, η όαση άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά. Κάποιοι βεδουίνοι αποφάσισαν να παντρευτούν και να νοικοκυρευτούν. Πήραν άδεια και άνοιξαν μαγαζάκια στα οποία μπορούσες να αγοράσεις αναμνηστικά και τρόφιμα: ρόδα της ερήμου, σαρίκια, χουρμάδες κτλ. Κάποιοι, άνοιξαν αναψυκτήρια για να προσφέρουν στους επισκέπτες παγωμένα αναψυκτικά, χυμούς, νερό (αν το στομάχι σου δεν έχει συνηθίσει να τρώει στα “βρώμικα” της Θεσσαλονίκης, καλύτερα να μην γεμίσεις το παγούρι σου από το τρεχούμενο νερό της όασης) και καφέδες. Οι βεδουίνοι άρχισαν να τα κονομούν από τους κουτόφραγκους και τα αμερικανάκια. Ο Έλλην, όμως, έχει απαιτήσεις. Δεν θα πιει εσπρέσο στους 45 βαθμούς Κελσίου. Και τίθεται το ερώτημα: Πώς θα τα αρπάξεις από τον Έλληνα; Η απάντηση είναι: θα προσπαθήσεις να γίνεις ένα με αυτόν. Θα αρχίσεις να πουλάς φραπέ στην έρημο, θα αναγράφεις τις υπηρεσίες που προσφέρεις στα ελληνικά (όταν δεν το κάνεις σε καμία άλλη γλώσσα), θα συζητάς για πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα (κρίση, ποδόσφαιρο, πολιτική) και, ξαφνικά, θα ανακαλύψεις ότι μετέχεις της ελληνικής παιδείας και δεν είσαι βάρβαρος. Και όλα αυτά, από ένα ποτήρι φραπέ...

Η εμπεριστατωμένη ανάλυση της προηγούμενης παραγράφου, αποδεικνύει περίτρανα ότι η Ελλάς έχει αρχίσει (και πάλι) να πλημμυρίζει, με το φως της γνώσης, τους λαούς της Γης. Γουλιά γουλιά φραπέ, η παντοκρατορία μας πλησιάζει...Ίσως, πάλι, να αποδεικνύει πόσο κακομαθημένοι είμαστε οι Έλληνες. Για να αναγκαστεί ο βεδουίνος μαγαζάτορας να στήσει την ταμπέλα της φωτογραφίας στη μέση του πουθενά, είναι σίγουρο ότι κάποια καρντάσια τον έπρηξαν στις ερωτήσεις τύπου: “Excuse me, mister bedouin. Do you make frappe?”. Και ο βεδουίνος, που διακρίνεται για την ευγένειά του, αντί να τους πει: “Ρε φίλε, έκανες 1.500 χιλιόμετρα για να βρεθείς στην έρημο και αντί να δοκιμάσεις κάτι παραδοσιακό, όπως ένα ποτήρι τσάι με κουκουνάρι, μου ζητάς φραπέ;” προτίμησε να βάλει ταμπέλα στα ελληνικά. Διαλέξτε όποια εκδοχή σάς αρέσει...

Στο “live!” της Κυριακής ετοιμάσαμε ένα αφιέρωμα στον καφέ. Στο κείμενο δεν θα βρείτε πουθενά τη λέξη “φραπές”. Ο ελληνικός, είναι μερακλήδικος με φουσκάλες...